Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαγγεδόκη < (λόγιο δάνειο) γαλλική Languedoc +

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαγγεδόκη θηλυκό

  • (καθαρεύουσα) το Λανγκεντόκ
    ※  Λαγγεδόκη προσέλαβεν ὡς ἐκ τούτου ὁλοὲν περισσότερον τὸν χαρακτῆρα μεσογείου χώρας (από την Παγκόσμιον Γεωγραφίαν του Κλ. Λάκωνος (επιμ.), τόμ. 2, (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1934), σ. 211)

Συγγενικά επεξεργασία