• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λέτσος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λέτσος οι λέτσοι
      γενική του λέτσου των λέτσων
    αιτιατική τον λέτσο τους λέτσους
     κλητική λέτσε λέτσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λέτσος < (άμεσο δάνειο) ιταλική lezzo} < lezzare < olezzare < λατινική *olidiare < olidus < oleo < olo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ed- (μυρίζω)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

λέτσος αρσενικό

  1. που φοράει βρόμικα ρούχα ή παραμελεί το ντύσιμό του
    Κυκλοφορεί σαν λέτσος.
  2. άξεστος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • λετσαρία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    λέτσος
  • αγγλικά : sloven (en), dowd (en), dowdy (en)
  • γαλλικά : clochard (fr), pouilleux (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λέτσος&oldid=5487483"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 16:28
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 16:28.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie