Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωδωνοειδής η κωδωνοειδής το κωδωνοειδές
      γενική του κωδωνοειδούς* της κωδωνοειδούς του κωδωνοειδούς
    αιτιατική τον κωδωνοειδή την κωδωνοειδή το κωδωνοειδές
     κλητική κωδωνοειδή(ς) κωδωνοειδής κωδωνοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωδωνοειδείς οι κωδωνοειδείς τα κωδωνοειδή
      γενική των κωδωνοειδών των κωδωνοειδών των κωδωνοειδών
    αιτιατική τους κωδωνοειδείς τις κωδωνοειδείς τα κωδωνοειδή
     κλητική κωδωνοειδείς κωδωνοειδείς κωδωνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωδωνοειδής < κώδων + -ο- + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

κωδωνοειδής

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία