κυτταροπλασματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυτταροπλασματικός < κυτταρόπλασμα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cytoplasmique)
Επίθετο επεξεργασία
κυτταροπλασματικός
- (βιολογία) που έχει σχέση με το κυτταρόπλασμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυτταροπλασματικός