Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυπελλοειδής η κυπελλοειδής το κυπελλοειδές
      γενική του κυπελλοειδούς* της κυπελλοειδούς του κυπελλοειδούς
    αιτιατική τον κυπελλοειδή την κυπελλοειδή το κυπελλοειδές
     κλητική κυπελλοειδή(ς) κυπελλοειδής κυπελλοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυπελλοειδείς οι κυπελλοειδείς τα κυπελλοειδή
      γενική των κυπελλοειδών των κυπελλοειδών των κυπελλοειδών
    αιτιατική τους κυπελλοειδείς τις κυπελλοειδείς τα κυπελλοειδή
     κλητική κυπελλοειδείς κυπελλοειδείς κυπελλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυπελλοειδής < κύπελλο + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

κυπελλοειδής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία