κυματοσυνάρτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυματοσυνάρτηση | οι | κυματοσυναρτήσεις |
γενική | της | κυματοσυνάρτησης | των | κυματοσυναρτήσεων |
αιτιατική | την | κυματοσυνάρτηση | τις | κυματοσυναρτήσεις |
κλητική | κυματοσυνάρτηση | κυματοσυναρτήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυματοσυνάρτηση < κυματο- + συνάρτηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυματοσυνάρτηση θηλυκό
- (φυσική) η μαθηματική αναπαράσταση μιας κβαντικής κατάστασης, η περιγραφή ενός κύματος στην κβαντομηχανική, που περιέχει την πληροφορία για την κίνηση ενός σωματίου στο χώρο· συμβολίζεται με ψ ή Ψ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυματοσυνάρτηση