Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυματοσυνάρτηση οι κυματοσυναρτήσεις
      γενική της κυματοσυνάρτησης των κυματοσυναρτήσεων
    αιτιατική την κυματοσυνάρτηση τις κυματοσυναρτήσεις
     κλητική κυματοσυνάρτηση κυματοσυναρτήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυματοσυνάρτηση < κυματο- + συνάρτηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυματοσυνάρτηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία