κτερισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
κτερισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κτερίζω
- Στις 22 Μαρτίου του 1959 στον Κερασώνα του Νομού Πρέβεζας βρέθηκε τυχαία ένας κιβωτιόσχημος τάφος, πλούσια κτερισμένος. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κτερισμένος
|