κτερίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κτερίζω < αρχαία ελληνική κτερίζω
Ρήμα
επεξεργασίακτερίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κτερίζω | κτέριζα | θα κτερίζω | να κτερίζω | κτερίζοντας | |
β' ενικ. | κτερίζεις | κτέριζες | θα κτερίζεις | να κτερίζεις | κτέριζε | |
γ' ενικ. | κτερίζει | κτέριζε | θα κτερίζει | να κτερίζει | ||
α' πληθ. | κτερίζουμε | κτερίζαμε | θα κτερίζουμε | να κτερίζουμε | ||
β' πληθ. | κτερίζετε | κτερίζατε | θα κτερίζετε | να κτερίζετε | κτερίζετε | |
γ' πληθ. | κτερίζουν(ε) | κτέριζαν κτερίζαν(ε) |
θα κτερίζουν(ε) | να κτερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κτέρισα | θα κτερίσω | να κτερίσω | κτερίσει | ||
β' ενικ. | κτέρισες | θα κτερίσεις | να κτερίσεις | κτέρισε | ||
γ' ενικ. | κτέρισε | θα κτερίσει | να κτερίσει | |||
α' πληθ. | κτερίσαμε | θα κτερίσουμε | να κτερίσουμε | |||
β' πληθ. | κτερίσατε | θα κτερίσετε | να κτερίσετε | κτερίστε | ||
γ' πληθ. | κτέρισαν κτερίσαν(ε) |
θα κτερίσουν(ε) | να κτερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κτερίσει | είχα κτερίσει | θα έχω κτερίσει | να έχω κτερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κτερίσει | είχες κτερίσει | θα έχεις κτερίσει | να έχεις κτερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κτερίσει | είχε κτερίσει | θα έχει κτερίσει | να έχει κτερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κτερίσει | είχαμε κτερίσει | θα έχουμε κτερίσει | να έχουμε κτερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κτερίσει | είχατε κτερίσει | θα έχετε κτερίσει | να έχετε κτερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κτερίσει | είχαν κτερίσει | θα έχουν κτερίσει | να έχουν κτερίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κτερίζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακτερίζω