κροταφιαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κροταφιαίος < (ελληνιστική κοινή) κροτάφιος + -αίος
Επίθετο επεξεργασία
κροταφιαίος, -α, -ο
- (ανατομία) άλλη μορφή του κροταφικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κρόταφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κροταφιαίος
|