Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρανοφόρος η κρανοφόρος
κρανοφόρα
το κρανοφόρο
      γενική του κρανοφόρου της κρανοφόρου
κρανοφόρας
του κρανοφόρου
    αιτιατική τον κρανοφόρο την κρανοφόρο
κρανοφόρα
το κρανοφόρο
     κλητική κρανοφόρε κρανοφόρε
κρανοφόρα
κρανοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρανοφόροι οι κρανοφόροι
κρανοφόρες
τα κρανοφόρα
      γενική των κρανοφόρων των κρανοφόρων των κρανοφόρων
    αιτιατική τους κρανοφόρους τις κρανοφόρους
κρανοφόρες
τα κρανοφόρα
     κλητική κρανοφόροι κρανοφόροι
κρανοφόρες
κρανοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρανοφόρος < κράν(ος) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

κρανοφόρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία