πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρανοφόρος η κρανοφόρος
& κρανοφόρα
το κρανοφόρο
      γενική του κρανοφόρου της κρανοφόρου
& κρανοφόρας
του κρανοφόρου
    αιτιατική τον κρανοφόρο την κρανοφόρο
& κρανοφόρα
το κρανοφόρο
     κλητική κρανοφόρε κρανοφόρε
& κρανοφόρα
κρανοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρανοφόροι οι κρανοφόροι
& κρανοφόρες
τα κρανοφόρα
      γενική των κρανοφόρων των κρανοφόρων των κρανοφόρων
    αιτιατική τους κρανοφόρους τις κρανοφόρους
& κρανοφόρες
τα κρανοφόρα
     κλητική κρανοφόροι κρανοφόροι
& κρανοφόρες
κρανοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κρανοφόρος < κράν(ος) + -ο- + -φόρος

κρανοφόρος

Μεταφράσεις

επεξεργασία