Δείτε επίσης: κράνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κράνο τα κράνα
      γενική του κράνου των κράνων
    αιτιατική το κράνο τα κράνα
     κλητική κράνο κράνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κράνα σε κρανιά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κράνο < ελληνιστική κοινή κράνον[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ker-[2] (κράνο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɾa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρά‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κράνο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. κράνοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.