Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοχλιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοχλιακ
ός
η
κοχλιακ
ή
το
κοχλιακ
ό
γενική
του
κοχλιακ
ού
της
κοχλιακ
ής
του
κοχλιακ
ού
αιτιατική
τον
κοχλιακ
ό
την
κοχλιακ
ή
το
κοχλιακ
ό
κλητική
κοχλιακ
έ
κοχλιακ
ή
κοχλιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοχλιακ
οί
οι
κοχλιακ
ές
τα
κοχλιακ
ά
γενική
των
κοχλιακ
ών
των
κοχλιακ
ών
των
κοχλιακ
ών
αιτιατική
τους
κοχλιακ
ούς
τις
κοχλιακ
ές
τα
κοχλιακ
ά
κλητική
κοχλιακ
οί
κοχλιακ
ές
κοχλιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοχλιακός
<
κοχλίας
+
-ακός
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
cochlear
)
Επίθετο
επεξεργασία
κοχλιακός
που έχει
σχέση
με τον
κοχλία
του
αφτιού
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
κοχλιακά
→
δείτε
τη λέξη
κοχλίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοχλιακός
αγγλικά
:
cochlear
(en)
γαλλικά
:
cochléaire
(fr)
ρωσικά
:
кохлеарный
(ru)
(
koxlearnyj
)