Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοχλιακός η κοχλιακή το κοχλιακό
      γενική του κοχλιακού της κοχλιακής του κοχλιακού
    αιτιατική τον κοχλιακό την κοχλιακή το κοχλιακό
     κλητική κοχλιακέ κοχλιακή κοχλιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοχλιακοί οι κοχλιακές τα κοχλιακά
      γενική των κοχλιακών των κοχλιακών των κοχλιακών
    αιτιατική τους κοχλιακούς τις κοχλιακές τα κοχλιακά
     κλητική κοχλιακοί κοχλιακές κοχλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοχλιακός < κοχλίας + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cochlear)

  Επίθετο επεξεργασία

κοχλιακός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία