↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοχλασμός οι κοχλασμοί
      γενική του κοχλασμού των κοχλασμών
    αιτιατική τον κοχλασμό τους κοχλασμούς
     κλητική κοχλασμέ κοχλασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοχλασμός < (κοχλάζω) κοχλασ- + -μός. Συγκρίνετε με το κόχλασμα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.xlaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐χλα‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοχλασμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία