κοχλασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.xlaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐χλα‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοχλασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοχλάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κοχλάζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοχλασμός