Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόχλασμα τα κοχλάσματα
      γενική του κοχλάσματος των κοχλασμάτων
    αιτιατική το κόχλασμα τα κοχλάσματα
     κλητική κόχλασμα κοχλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόχλασμα < ελληνιστική κοινή κόχλασμα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (κοχλάζω) κόχλασ(α) + -μα. Δείτε και χόχλασμα, κοχλασμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.xla.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐χλα‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόχλασμα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα