↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουφαμένος η κουφαμένη το κουφαμένο
      γενική του κουφαμένου της κουφαμένης του κουφαμένου
    αιτιατική τον κουφαμένο την κουφαμένη το κουφαμένο
     κλητική κουφαμένε κουφαμένη κουφαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουφαμένοι οι κουφαμένες τα κουφαμένα
      γενική των κουφαμένων των κουφαμένων των κουφαμένων
    αιτιατική τους κουφαμένους τις κουφαμένες τα κουφαμένα
     κλητική κουφαμένοι κουφαμένες κουφαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουφαμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουφαίνω

κουφαμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία