Ετυμολογία

επεξεργασία
κουφαίνω < κουφός

κουφαίνω

  1. κάνω κάποιον κουφό προσωρινά ή μόνιμα
  2. κάνω κάποιον να ακούει ήχο υψηλής έντασης, που θα μπορούσε να τον κάνει κουφό
    θα μας κουφάνει πάλι ο γείτονας με τη μουσική του!
  3. (αργκό) αφήνω εμβρόντητο κάποιον, προκαλώ αμηχανία
    τον κούφανε με όσα του έλεγε
  4. προκαλώ κώφωση
    τα ντεσιμπέλ που παράγει αυτή η συσκευή μπορεί να κουφάνουν

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία