• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κουφαμάρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουφαμάρα οι κουφαμάρες
      γενική της κουφαμάρας —
    αιτιατική την κουφαμάρα τις κουφαμάρες
     κλητική κουφαμάρα κουφαμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κουφαμάρα < κουφός + -αμάρα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κουφαμάρα θηλυκό

  • (μειωτικό) η ιδιότητα του κουφού, κωφότητα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κουφός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κουφαμάρα
  • γαλλικά : surdité (fr)
  • ισπανικά : sordera (es)
  • πολωνικά : głuchota (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κουφαμάρα&oldid=5485410"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 10:51

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 10:51.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie