• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κουφό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουφό τα κουφά
      γενική του κουφού των κουφών
    αιτιατική το κουφό τα κουφά
     κλητική κουφό κουφά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κουφό < ουδέτερο του κουφός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κουφό ουδέτερο

  • (οικείο) κάτι το παράδοξο, εκπληκτικό, απίστευτο
κάτσε να σου πω ένα κουφό
μου είπε ένα κουφό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • κουφά
  • κουφαίνω
  • κουφαμάρα
  • κουφίζω
  • κουφό
  • κουφός

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

κουφό

  • αιτιατική ενικού του κουφός
  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κουφός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κουφό&oldid=3897145"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Μαΐου 2017, στις 14:21

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Μαΐου 2017, στις 14:21.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie