κουφαμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακουφαμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κουφαμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κουφαμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κουφαμένος
κουφαμένων