κουτσό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουτσό | ||
γενική | του | κουτσού | ||
αιτιατική | το | κουτσό | ||
κλητική | κουτσό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτσό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουτσός < μεσαιωνική ελληνική κουτσός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουτσό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες προχωρούν πηδώντας (συνήθως σε κάποιον ειδικό διάδρομο ζωγραφισμένο στο έδαφος) μόνο με το ένα πόδι και κρατώντας το άλλο ανασηκωμένο
- Έξω στις αλάνες παίζαμε με τα γειτονόπουλα την τυφλόμυγα, τη μακριά γαϊδούρα, το κουτσό ή τα πεντόβολα. (Γιάννης Καιροφύλας, Αναμνήσεις ενός Αθηναίου)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κουτσός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουτσό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κουτσό