Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
διάδρομος για κουτσό χαραγμένος με κιμωλία στο πεζοδρόμιο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το κουτσό
      γενική του κουτσού
    αιτιατική το κουτσό
     κλητική κουτσό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτσό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουτσός < μεσαιωνική ελληνική κουτσός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈt͡so/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουτσό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κουτσό