Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πεντόβολα
      γενική των πεντόβολων
    αιτιατική τα πεντόβολα
     κλητική πεντόβολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντόβολα < πληθυντικός αριθμός του πεντόβολο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /penˈdo.vo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντό‐βο‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεντόβολα ουδέτερο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πεντόβολα ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία