Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ʁɛl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

marelle (fr) θηλυκό

Dans la cour de l'école, les filles jouent à la marelle. Στο προαύλιο, τα κορίτσια παίζουν κουτσό.