↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουτσονούρης η κουτσονούρα το κουτσονούρικο
      γενική του κουτσονούρη της κουτσονούρας του κουτσονούρικου
    αιτιατική τον κουτσονούρη την κουτσονούρα το κουτσονούρικο
     κλητική κουτσονούρη κουτσονούρα κουτσονούρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουτσονούρηδες οι κουτσονούρες τα κουτσονούρικα
      γενική των κουτσονούρηδων των κουτσονούρικων
    αιτιατική τους κουτσονούρηδες τις κουτσονούρες τα κουτσονούρικα
     κλητική κουτσονούρηδες κουτσονούρες κουτσονούρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτσονούρης < κουτσο- + νουρ(ά) + -ης[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

κουτσονούρης

  • (για ζώο) που έχει κομμένη ή πολύ κοντή ουρά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία