Ετυμολογία

επεξεργασία
κουσουμάρω < ιταλική consumare < λατινική consumere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος consumo < con- + sumo < sub + emo < πρωτοϊταλική *emō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁em- (παίρνω, μοιράζω)

κουσουμάρω

  1. (αργκό) (παρωχημένο) χειρίζομαι σωστά, χρησιμοποιώ επιτυχώς
     συνώνυμα: κουλαντρίζω
    ※  Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις,/πρέπει να έχεις την ψυχή, φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις (Από το τραγούδι Το κουτσαβάκι, σε στίχους και μουσική του Ανέστη Δελιά)
  2. (αργκό) (παρωχημένο) επιδεικνύω
     συνώνυμα: μοστράρω
  3. (παρωχημένο) συμπεριφέρομαι
  4. (παρωχημένο) νοστιμαίνω αφήνοντας να ωριμάσει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία