κουσουμάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουσουμάρω < ιταλική consumare < λατινική consumere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος consumo < con- + sumo < sub + emo < πρωτοϊταλική *emō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁em- (παίρνω, μοιράζω)
Ρήμα
επεξεργασίακουσουμάρω
- (αργκό) (παρωχημένο) χειρίζομαι σωστά, χρησιμοποιώ επιτυχώς
- ≈ συνώνυμα: κουλαντρίζω
- ※ Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις,/πρέπει να έχεις την ψυχή, φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις (Από το τραγούδι Το κουτσαβάκι, σε στίχους και μουσική του Ανέστη Δελιά)
- (αργκό) (παρωχημένο) επιδεικνύω
- (παρωχημένο) συμπεριφέρομαι
- (παρωχημένο) νοστιμαίνω αφήνοντας να ωριμάσει
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουσουμάρω
|