μοστράρω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μοστράρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική mostrare
ΡήμαΕπεξεργασία
μοστράρω, πρτ.: μόστραρα, στ.μέλλ.: θα μοστράρω, αόρ.: μόστραρα, παθ.φωνή: μοστράρομαι, μτχ.π.π.: μοστραρισμένος
- επιδεικνύω, δείχνω κάτι με σκοπό να προκαλέσω εντύπωση