Ετυμολογία

επεξεργασία
κουλαντρίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική kullandı < αόριστος του kullanmak (οδηγώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ)

κουλαντρίζω

  1. (προφορικό, λαϊκότροπο) κουμαντάρω, κάνω κουμάντο, χειρίζομαι με επιδέξιο τρόπο
    ⮡ κουλαντρίζω τα οικονομικά μου
  2. (προφορικό, λαϊκότροπο) (μεταφορικά) πειράζω, προκαλώ κάποιον με πειράγματα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία