κουλαντρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουλαντρίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική kullandı < αόριστος του kullanmak (οδηγώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ)
Ρήμα
επεξεργασίακουλαντρίζω
- (προφορικό, λαϊκότροπο) κουμαντάρω, κάνω κουμάντο, χειρίζομαι με επιδέξιο τρόπο
- ⮡ κουλαντρίζω τα οικονομικά μου
- (προφορικό, λαϊκότροπο) (μεταφορικά) πειράζω, προκαλώ κάποιον με πειράγματα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουλαντρίζω | κουλάντριζα | θα κουλαντρίζω | να κουλαντρίζω | κουλαντρίζοντας | |
β' ενικ. | κουλαντρίζεις | κουλάντριζες | θα κουλαντρίζεις | να κουλαντρίζεις | κουλάντριζε | |
γ' ενικ. | κουλαντρίζει | κουλάντριζε | θα κουλαντρίζει | να κουλαντρίζει | ||
α' πληθ. | κουλαντρίζουμε | κουλαντρίζαμε | θα κουλαντρίζουμε | να κουλαντρίζουμε | ||
β' πληθ. | κουλαντρίζετε | κουλαντρίζατε | θα κουλαντρίζετε | να κουλαντρίζετε | κουλαντρίζετε | |
γ' πληθ. | κουλαντρίζουν(ε) | κουλάντριζαν κουλαντρίζαν(ε) |
θα κουλαντρίζουν(ε) | να κουλαντρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουλάντρισα | θα κουλαντρίσω | να κουλαντρίσω | κουλαντρίσει | ||
β' ενικ. | κουλάντρισες | θα κουλαντρίσεις | να κουλαντρίσεις | κουλάντρισε | ||
γ' ενικ. | κουλάντρισε | θα κουλαντρίσει | να κουλαντρίσει | |||
α' πληθ. | κουλαντρίσαμε | θα κουλαντρίσουμε | να κουλαντρίσουμε | |||
β' πληθ. | κουλαντρίσατε | θα κουλαντρίσετε | να κουλαντρίσετε | κουλαντρίστε | ||
γ' πληθ. | κουλάντρισαν κουλαντρίσαν(ε) |
θα κουλαντρίσουν(ε) | να κουλαντρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουλαντρίσει | είχα κουλαντρίσει | θα έχω κουλαντρίσει | να έχω κουλαντρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κουλαντρίσει | είχες κουλαντρίσει | θα έχεις κουλαντρίσει | να έχεις κουλαντρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κουλαντρίσει | είχε κουλαντρίσει | θα έχει κουλαντρίσει | να έχει κουλαντρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουλαντρίσει | είχαμε κουλαντρίσει | θα έχουμε κουλαντρίσει | να έχουμε κουλαντρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κουλαντρίσει | είχατε κουλαντρίσει | θα έχετε κουλαντρίσει | να έχετε κουλαντρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουλαντρίσει | είχαν κουλαντρίσει | θα έχουν κουλαντρίσει | να έχουν κουλαντρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουλαντρίζω
|