Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουλαντρίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική kullandı < αόριστος του kullanmak (οδηγώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ)

  Ρήμα επεξεργασία

κουλαντρίζω

  1. (προφορικό, λαϊκότροπο) κουμαντάρω, κάνω κουμάντο, χειρίζομαι με επιδέξιο τρόπο
    κουλαντρίζω τα οικονομικά μου
  2. (προφορικό, λαϊκότροπο) (μεταφορικά) πειράζω, προκαλώ κάποιον με πειράγματα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία