Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολαντρίζω < κουλαντρίζω < τουρκική kullandı < αόριστος του kullanmak (οδηγώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ)

  Ρήμα επεξεργασία

κολαντρίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία