κουρσούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρσούνι | τα | κουρσούνια |
γενική | του | κουρσουνιού | των | κουρσουνιών |
αιτιατική | το | κουρσούνι | τα | κουρσούνια |
κλητική | κουρσούνι | κουρσούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακουρσούνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (κυριολεκτικά) μόλυβδος, μολύβι
- (ιδιωματικό) (κατ’ επέκταση) μολύβδινη σφαίρα, σφαίρα, βόλι