κουρσουνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουρσουνιά | οι | κουρσουνιές |
γενική | της | κουρσουνιάς | των | κουρσουνιών |
αιτιατική | την | κουρσουνιά | τις | κουρσουνιές |
κλητική | κουρσουνιά | κουρσουνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουρσουνιά < κουρσούν(ι) + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουρσουνιά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουρσουνιά
|