κουρσεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουρσεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρσεύω
Μετοχή
επεξεργασίακουρσεμένος, -η, -ο
- που τον έχουν κουρσέψει
- κουρσεμένη πόλη
- κουρσεμένο πλοίο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κουρσάρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουρσεμένος
|