κουρντισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουρντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρντίζω
Μετοχή
επεξεργασίακουρντισμένος, -η, -ο
- που έχει κουρντιστεί
- κουρντισμένο όργανο
- (μεταφορικά) που το έχουν οργανώσει
- καλά κουρντισμένο σκηνικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουρντισμένος
|