↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουρντισμένος η κουρντισμένη το κουρντισμένο
      γενική του κουρντισμένου της κουρντισμένης του κουρντισμένου
    αιτιατική τον κουρντισμένο την κουρντισμένη το κουρντισμένο
     κλητική κουρντισμένε κουρντισμένη κουρντισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουρντισμένοι οι κουρντισμένες τα κουρντισμένα
      γενική των κουρντισμένων των κουρντισμένων των κουρντισμένων
    αιτιατική τους κουρντισμένους τις κουρντισμένες τα κουρντισμένα
     κλητική κουρντισμένοι κουρντισμένες κουρντισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρντίζω

κουρντισμένος, -η, -ο

  1. που έχει κουρντιστεί
    κουρντισμένο όργανο
  2. (μεταφορικά) που το έχουν οργανώσει
    καλά κουρντισμένο σκηνικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία