Δείτε επίσης: Κουμάρι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουμάρι τα κουμάρια
      γενική του κουμαριού των κουμαριών
    αιτιατική το κουμάρι τα κουμάρια
     κλητική κουμάρι κουμάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
κουμάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kumar < αραβική قمار (kumār)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουμάρι ουδέτερο

  • τυχερό παιχίδι, π.χ. ζάρια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
κουμάρι < μεσαιωνική ελληνική κουκουμάριον < λατινική cucuma

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουμάρι ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία