Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοσμοείδωλο τα κοσμοείδωλα
      γενική του κοσμοείδωλου
κοσμοειδώλου
των κοσμοείδωλων
κοσμοειδώλων
    αιτιατική το κοσμοείδωλο τα κοσμοείδωλα
     κλητική κοσμοείδωλο κοσμοείδωλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμοείδωλο < κόσμος + -ο- + είδωλο ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Weltbild)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμοείδωλο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία