κοσμοαντίληψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοσμοαντίληψη | οι | κοσμοαντιλήψεις |
γενική | της | κοσμοαντίληψης* | των | κοσμοαντιλήψεων |
αιτιατική | την | κοσμοαντίληψη | τις | κοσμοαντιλήψεις |
κλητική | κοσμοαντίληψη | κοσμοαντιλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοσμοαντιλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοσμοαντίληψη < κόσμος + -ο- + αντίληψη ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Weltanschauung[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.zmo.an.ˈdi.li.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμο‐α‐ντί‐λη‐ψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμοαντίληψη θηλυκό
- η αντίληψη για τον κόσμο που σχηματίζει κάποιος, η άποψη που έχει κάποιον γι’ αυτόν, τόσο ως φυσικό όσο και ως ανθρωπογενές περιβάλλον
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοσμοαντίληψη
- ↑ κοσμοαντίληψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας