Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοσμοαντιληπτικός η κοσμοαντιληπτική το κοσμοαντιληπτικό
      γενική του κοσμοαντιληπτικού της κοσμοαντιληπτικής του κοσμοαντιληπτικού
    αιτιατική τον κοσμοαντιληπτικό την κοσμοαντιληπτική το κοσμοαντιληπτικό
     κλητική κοσμοαντιληπτικέ κοσμοαντιληπτική κοσμοαντιληπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοσμοαντιληπτικοί οι κοσμοαντιληπτικές τα κοσμοαντιληπτικά
      γενική των κοσμοαντιληπτικών των κοσμοαντιληπτικών των κοσμοαντιληπτικών
    αιτιατική τους κοσμοαντιληπτικούς τις κοσμοαντιληπτικές τα κοσμοαντιληπτικά
     κλητική κοσμοαντιληπτικοί κοσμοαντιληπτικές κοσμοαντιληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμοαντιληπτικός < κοσμοαντίληψη + -ικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.zmo.an.di.li.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐σμο‐α‐ντι‐λη‐πτι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

κοσμοαντιληπτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία