κοσμιότατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοσμιότατος | η | κοσμιότατη & κοσμιοτάτη |
το | κοσμιότατο |
γενική | του | κοσμιότατου & κοσμιοτάτου |
της | κοσμιότατης & κοσμιοτάτης |
του | κοσμιότατου & κοσμιοτάτου |
αιτιατική | τον | κοσμιότατο | την | κοσμιότατη & κοσμιοτάτη |
το | κοσμιότατο |
κλητική | κοσμιότατε | κοσμιότατη & κοσμιοτάτη |
κοσμιότατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοσμιότατοι | οι | κοσμιότατες | τα | κοσμιότατα |
γενική | των | κοσμιότατων & κοσμιοτάτων |
των | κοσμιότατων & κοσμιοτάτων |
των | κοσμιότατων & κοσμιοτάτων |
αιτιατική | τους | κοσμιότατους & κοσμιοτάτους |
τις | κοσμιότατες | τα | κοσμιότατα |
κλητική | κοσμιότατοι | κοσμιότατες | κοσμιότατα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοσμιότατος < κόσμι(ος) + -ότατος < αρχαία ελληνική κοσμιώτατος
Επίθετο
επεξεργασίακοσμιότατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του κόσμιος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κοσμιώτατος (αρχαία γραφή)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- διαγωγή κοσμιωτάτη: κοσμιοτάτη / κοσμιότατη: (εκπαίδευση, παρωχημένο) θετικότατος χαρακτηρισμός σχολικής επίδοσης μαθητή για τη συμπεριφορά του
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοσμιότατος
|