θετικότατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θετικότατος < θετικ(ός) + -ότατος < αρχαία ελληνική θετικώτατος
Επίθετο επεξεργασία
θετικότατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του θετικός
Συγγενικά επεξεργασία
- θετικότατα (επίρρημα)
- → δείτε τη λέξη θετικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
θετικότατος
|