κορωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κορώνω
Μετοχή επεξεργασία
κορωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κορώνω
- φουντωμένος, θυμωμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορωμένος
|
κορωμένος, -η, -ο
|