Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορπορατισμός οι κορπορατισμοί
      γενική του κορπορατισμού των κορπορατισμών
    αιτιατική τον κορπορατισμό τους κορπορατισμούς
     κλητική κορπορατισμέ κορπορατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορπορατισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική corporatism < corporate < λατινική corporatus < corpus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορπορατισμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία