κορπορατιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορπορατιστικός < κορπορατισμός + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίακορπορατιστικός
- που έχει σχέση με τον κορπορατισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κορπορατιστικός
|