κορπορατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορπορατικός < κορπορατισμός + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίακορπορατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον κορπορατισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- ※ Ο φασισμός προχωράει διστακτικά προς τη δημιουργία του κορπορατικού κράτους. Φαίνεται ότι οι Χίτλερ και Μουσολίνι δεν θεωρούν τη γενιά εκείνη που έχει γνωρίσει τη δημοκρατία έτοιμη για τον κορπορατισμό. (Εφημερίδα των Συντακτών, 20.03.2021)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κορπορατικός
|