↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοροϊδεμένος η κοροϊδεμένη το κοροϊδεμένο
      γενική του κοροϊδεμένου της κοροϊδεμένης του κοροϊδεμένου
    αιτιατική τον κοροϊδεμένο την κοροϊδεμένη το κοροϊδεμένο
     κλητική κοροϊδεμένε κοροϊδεμένη κοροϊδεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοροϊδεμένοι οι κοροϊδεμένες τα κοροϊδεμένα
      γενική των κοροϊδεμένων των κοροϊδεμένων των κοροϊδεμένων
    αιτιατική τους κοροϊδεμένους τις κοροϊδεμένες τα κοροϊδεμένα
     κλητική κοροϊδεμένοι κοροϊδεμένες κοροϊδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοροϊδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κοροϊδεύω

κοροϊδεμένος, -η, -ο

  1. → δείτε τη λέξη κοροϊδεύω
  2. ξεγελασμένος, εξαπατημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία