κοροϊδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοροϊδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κοροϊδεύω
Μετοχή
επεξεργασίακοροϊδεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κοροϊδεύω
- ξεγελασμένος, εξαπατημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοροϊδεμένος
|