κοροπλαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοροπλαστικός < κοροπλάστης + -ικός < ελληνιστική κοινή κοροπλάστης < αρχαία ελληνική κόρος + πλάστης
Επίθετο επεξεργασία
κοροπλαστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον κοροπλάστη ή την κοροπλαστική ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Κοροπλαστικό εργαστήριο Αμφίπολης. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- κοροπλαστική
- → δείτε τις λέξεις κοροπλάστης, κόρος και πλάθω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοροπλαστικός
|