κοροπλαστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοροπλαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κοροπλαστικός < κοροπλάστης < ελληνιστική κοινή κοροπλάστης < αρχαία ελληνική κόρος + πλάστης
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοροπλαστική θηλυκό
- η τέχνη του κοροπλάστη
- ※ Τέχνη 4.000 χρόνων, η κοροπλαστική στην Ελλάδα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μετά τον 8ο αιώνα π.Χ. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοροπλαστική
|