πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοροναϊός οι κοροναϊοί
      γενική του κοροναϊού των κοροναϊών
    αιτιατική τον κοροναϊό τους κοροναϊούς
     κλητική κοροναϊέ κοροναϊοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοροναϊός < κορόνα + ιός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική coronavirus < λατινική corona (κορόνα) + virus. Στη σύνθεση αυτή, διατηρείται η λατινική λέξη. Δείτε κορονοϊός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοροναϊός αρσενικό

  • (βιολογία, επιδημιολογία, κορονοϊός) άλλη μορφή του κορονοϊός
      Πρόκειται για ένα νέο στέλεχος κοροναϊού που διαφέρει από τον SARS-CoV, τον κοροναϊό που προκάλεσε την επιδημία SARS το 2003, αλλά και από τους υπόλοιπους κοροναϊούς που έχουν απομονωθεί μέχρι σήμερα από τον άνθρωπο. Ο νέος κοροναϊός (MERS-CoV) απομονώθηκε για πρώτη φορά από ασθενείς με σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο, στην Αραβική Χερσόνησο, το Σεπτέμβριο του 2012. (*keelpno)

Μεταφράσεις

επεξεργασία