κορβανάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορβανάς < ελληνιστική κοινή κορβανᾶς (ονομασία του θησαυρού του ναού στην Ιερουσαλήμ) < κορβᾶν (δώρο) < εβραϊκή קרבן (korbán: θύμα, τελετουργική θυσία) < πρωτοσημιτική
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορβανάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο) μέρος που φυλάει κάποιος χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα (ταμείο, θησαυροφυλάκιο, κάσα, πορτοφόλι κ.λπ.)