Δείτε επίσης: κορβανᾶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορβανάς οι κορβανάδες
      γενική του κορβανά των κορβανάδων
    αιτιατική τον κορβανά τους κορβανάδες
     κλητική κορβανά κορβανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορβανάς < ελληνιστική κοινή κορβανᾶς (ονομασία του θησαυρού του ναού στην Ιερουσαλήμ) < κορβᾶν (δώρο) < εβραϊκή קרבן (korbán: θύμα, τελετουργική θυσία) < πρωτοσημιτική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορβανάς αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία