Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοραλλιοειδής η κοραλλιοειδής το κοραλλιοειδές
      γενική του κοραλλιοειδούς* της κοραλλιοειδούς του κοραλλιοειδούς
    αιτιατική τον κοραλλιοειδή την κοραλλιοειδή το κοραλλιοειδές
     κλητική κοραλλιοειδή(ς) κοραλλιοειδής κοραλλιοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοραλλιοειδείς οι κοραλλιοειδείς τα κοραλλιοειδή
      γενική των κοραλλιοειδών των κοραλλιοειδών των κοραλλιοειδών
    αιτιατική τους κοραλλιοειδείς τις κοραλλιοειδείς τα κοραλλιοειδή
     κλητική κοραλλιοειδείς κοραλλιοειδείς κοραλλιοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοραλλιοειδής < κοράλλι + -ο- + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

κοραλλιοειδής

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία