νεφρολιθίαση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νεφρολιθίαση < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νεφρολιθίαση θηλυκό
- η ασθένεια που προκαλείται από σχηματισμό στερεών μαζών («πετρών») στα νεφρά από άλατα των ούρων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νεφρολιθίαση