Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομφορμιστής οι κομφορμιστές
      γενική του κομφορμιστή των κομφορμιστών
    αιτιατική τον κομφορμιστή τους κομφορμιστές
     κλητική κομφορμιστή κομφορμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομφορμιστής < γαλλική conformiste < αγγλική conformist < conform < μέση αγγλική conformen < παλαιά γαλλική conformer < λατινική conformare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος conformo < formo < forma

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομφορμιστής αρσενικό (θηλυκό: κομφορμίστρια)

  • αυτός ο οποίος προσαρμόζεται στις θεσμικές επιταγές της κοινωνίας όπου και ανήκει, αποφεύγοντας να διαφοροποιηθεί από αυτή εν τω μεταξύ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία