Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

conformo < con- + formo

  Ρήμα επεξεργασία

conformo

  • συμμορφώνομαι,προσαρμόζομαι στη συμπεριφορά μιας ομάδας

Κλίση επεξεργασία